- πλαστικότητα
- Ιδιότητα ορισμένων σωμάτων, με εξωτερική εμφάνιση στερεών σωμάτων (π.χ. ο καθαρός μόλυβδος και τα κράματα του, το γυαλί) τα οποία, όταν υποστούν μηχανική καταπόνηση, παρουσιάζουν παραμόρφωση που αυξάνεται συνεχώς, αν η καταπόνηση παραμένει η ίδια, ενώ διατηρεί την τελική τιμή ακόμα και όταν η καταπόνηση παύσει (μόνιμη παραμόρφωση). Η συμπεριφορά είναι ανάλογη με εκείνη των υγρών υψηλού ιξώδους· από την άποψη αυτή δεν υπάρχει λύση της συνέχειας των μηχανικών ιδιοτήτων μεταξύ μολύβδου, πίσσας, μελιού, γλυκερίνης.
Αντίθετα στα ελαστικά σώματα (π.χ. βαμμένος χάλυβας) και μέχρις ενός ορισμένου ορίου της μηχανικής καταπόνησης, η παραμόρφωση σταματά όταν λάβει μια τέτοια τιμή, ώστε στο εσωτερικό του σώματος να δημιουργηθεί μια ελαστική αντίδραση που ισορροπεί την εξωτερική καταπόνηση εξάλλου όταν μηδενιστεί η εξωτερική καταπόνηση, μηδενίζεται και η παραμόρφωση (ελαστική παραμόρφωση). Όταν η καταπόνηση υπερβεί το όριο αυτό (όριο ελαστικότητας), έχουμε αρχικά μια περιοχή ελαστικοπλαστικών καταπονήσεων, δηλαδή συνύπαρξη ελαστικών και μόνιμων παραμορφώσεων· για μεγαλύτερες τιμές της καταπόνησης, η παραμόρφωση είναι μόνιμη, και στο τέλος επέρχεται η θραύση του σώματος.
Η πλαστικότητα βρίσκει πρακτική εφαρμογή στην κατεργασία με εξέλαση ορισμένων μετάλλων, όπως ο μόλυβδος και ο κασσίτερος. Το σχέδιο δείχνει σχηματικά τις φάσεις κατασκευής από ένα μεταλλικό δίσκο ενός αντικείμενου στην τελική του μορφή.
* * *η, Ν1. (κυρίως για ύλη) η ιδιότητα τού πλαστικού, το να είναι κάτι εύπλαστο («η πλαστικότητα τού πηλού»)2. η αγαλματένια, η αρμονική σωματική διάπλαση («η πλαστικότητα τού σώματός της» — η ευρυθμία τών γραμμών τού σώματός της)3. (για γλυπτό έργο) η ισορροπία τής μορφής και τού όγκου4. φυσ. ρεολογική ιδιότητα ορισμένων υλικών, η οποία συνίσταται στη μόνιμη μεταβολή τού σχήματός τους όταν υπόκεινται σε μέτριου μεγέθους μηχανικές τάσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστικός. Η λ., στον λόγιο τ., πλαστικότης, μαρτυρείται από το 1849 στον Ν. Κωστή].
Dictionary of Greek. 2013.